μπερδεψιά

μπερδεψιά
η
μπλέξιμο, ανακάτωμα: Έχει μπερδεψιές με παράνομους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπερδεψιά — η μπέρδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. μπέρδεψ α τού μπερδεύω + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • μπλεξιά — η [μπλέκω] μπλέξιμο, μπερδεψιά, μπέρδεμα, περιπλοκή …   Dictionary of Greek

  • εμπλοκή — η 1. περιπλοκή, μπερδεψιά, μπλέξιμο, ανακάτωμα. 2. (μηχ.), η εισχώρηση των δοντιών οδοντωτού τροχού στα δόντια άλλου για μετάδοση της κίνησής του. 3. η αχρήστεψη της λειτουργίας όπλου εξαιτίας βλάβης του μηχανισμού του. 4. η πρώτη φάση της μάχης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”